- διαθλαστικός
- -ή, -ό1. αυτός που έχει την ιδιότητα να διαθλάται2. αυτός που προκαλεί διάθλαση («διαθλαστικό πρίσμα»).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Ξαβέριο Λάνδερερ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαθλαστικός — ή, ό αυτός που προκαλεί διάθλαση: Τα γνωστότερα διαθλαστικά σώματα είναι τα πρίσματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)